- πράτος
- -άτα, -ον, Αδωρ. τ. βλ. πρώτος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πρᾶτος — masc nom sg πρότερος before masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρατός — πρᾱτός , πρατός for sale masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρατός — ή, όν, Α αυτός που είναι προς πώληση, πράσιμος*. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. έχει σχηματιστεί από τη δισύλλαβη ρίζα περᾱ τού πέρνημι* (με μηδενισμένο το πρώτο και απαθές το δεύτερο φωνήεν, πρβλ. πι πρᾱ σκω) + επίθημα τος] … Dictionary of Greek
πρᾶτον — πρᾶτος masc acc sg πρᾶτος neut nom/voc/acc sg πρότερος before masc acc sg πρότερος before neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρᾶτα — πρᾶτος neut nom/voc/acc pl πρότερος before neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρᾶται — πρᾶτος fem nom/voc pl πρότερος before fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρᾶτοι — πρᾶτος masc nom/voc pl πρότερος before masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρατά — πρᾱτά , πρατός for sale neut nom/voc/acc pl πρᾱτά̱ , πρατός for sale fem nom/voc/acc dual πρᾱτά̱ , πρατός for sale fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρᾶτ' — πρᾶτα , πρᾶτος neut nom/voc/acc pl πρᾶτε , πρᾶτος masc voc sg πρᾶται , πρᾶτος fem nom/voc pl πρᾶτα , πρότερος before neut nom/voc/acc pl πρᾶτε , πρότερος before masc voc sg πρᾶται , πρότερος before fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παλίμπρατος — παλίμπρατος, ον (Α) 1. αυτός που πωλείται λειανικά, αυτός που προέρχεται από μεταπώληση 2. (για δούλο) αυτός που μεταβιβάζεται με συχνή πώληση λόγω αχρειότητας 3. μηδαμινός, ανάξιος λόγου. [ΕΤΥΜΟΛ. < πάλιν + πρατός (< πιπράσκω «πουλώ»),… … Dictionary of Greek